Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τοῖς ἀγαθοῖς

См. также в других словарях:

  • σκυθρωπός — ή, ό / σκυθρωπός, όν, ΝΑ κατηφής, συνοφρυωμένος, κατσούφης σκουντούφλης («σὲ τὴν σκυθρωπὸν καὶ πόσει θυμουμένην Μήδειαν», Ευρ.) αρχ. 1. αυτός που έχει αυστηρό ύφος μπροστά σε κάποιον άλλο και ιδίως αυτός που έχει προσποιητή σοβαρότητα («ἐπὶ μὲν… …   Dictionary of Greek

  • εναριθμώ — (Α ἐναριθμῶ, έω) 1. συγκαταριθμώ, συγκαταλέγω, συμπεριλαμβάνω, υπολογίζω («οὐκ οἰόμενοι δεῑν τὴν ἡδονὴν ἐναριθμεῑσθαι τοῑς ἀγαθοῑς», Αριστοτ.) 2. υπολογίζω, εκτιμώ, λογαριάζω 3. θεωρώ σπουδαίο, λογαριάζω …   Dictionary of Greek

  • επωδίνω — ἐπωδίνω (AM) νιώθω τους πόνους τού τοκετού μσν. αισθάνομαι δυσαρέσκεια («φθόνος ὁ τοῑς ἀγαθοῑς ἀεὶ ἐπωδίνων», Ισίδ. Πηλ.) …   Dictionary of Greek

  • πώς — πῶς ΝΜΑ 1. (στην αρχή ευθείας ερώτησης με τροπική σημασία προκειμένου να δηλώσει απορία, έκπληξη, θαυμασμό, δυσαρέσκεια, αμφιβολία) με ποιον τρόπο; (α. «πώς να συμπληρώσω αυτή την αίτηση;» β. «πώς δεν αρρώστησες ύστερα από τόση ταλαιπωρία!» γ.… …   Dictionary of Greek

  • συνήδομαι — ΜA ευχαριστούμαι, τέρπομαι ομοίως ή εξίσου με άλλον αρχ. 1. (με δοτ. προσ.) χαίρομαι μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο λόγω τής συμπάθειας που νιώθω γι αυτόν 2. (με δοτ. πράγματος ή εμπρόθ. προσδ.) χαίρομαι για κάτι (α. «συνήδομαι τῷ νόμῳ τοῡ… …   Dictionary of Greek

  • благо — БЛАГ|О1 (336), А с. 1.Благо, добро: вьсе ѥлико можете благо сътворити сътворите. (ἀγαϑά) Изб 1076, 250; да не лѣнитесѩ. къто о цр(к)вьнѣи коѥи работѣ. или о дѣлѣ. вѣроу˫а ˫ако ничьсо же бл҃го вътъще творити. нъ малаго велико лежить ѡ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • BONA Fortuna — vide supra Agatha. Eius cellae meminit in Boeoticis Pausan. ubi Trophonii oraculum describit: Κατὰ δὲ τὸ μαντεῖον τοιάδε γίνεται. ἐπειδὰν ἀνδρὶ ἐς τȏυ Τροφωνίου κατιέναι δόξῃ, πρῶτα μὲν τεταγυνίων ἡμερῶν δίαιταν εν ὀικήματς ἔχει, τὸ δὲ ὄικημα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ZELOTAE, a ZELO dicti sunt — His in veter. Hebraeorum Republ. ius erat, pro atrocitate in Numen Sanctissimum Populique sanctiora facinoris, peccantem, citra figuram iudicii, nedum in ius vocationem, statim obruere et morte mulctare. Misna, Qui sacrilegium commiserat (ex… …   Hofmann J. Lexicon universale

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»